- θρασύν
- θρασύςboldmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оплазивыи — (3*) пр. Дерзкий, кичливый: м҃ти же ми бо зло˫азыцна и оплазива. словеса же ѥ˫а со всеми бѧхѹ… и въ пи˫аньстве же съ || мѹжи блѹдно живѧше ˫ако блѹдница. ПрЛ 1282, 113а–б; не будите оплазиви. i на высокы(х) пр(с)тлѣхъ гордѧщесѧ. ГБ к. XIV, 80г; в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
HAMAXA — regio Bithyniae. Steph. Item sidus quod nos Septentriones dicimus, a siguar, quia plaustri simile videtur. A. Gell. l. 2. c. 21. Hom. Odyss. ε. Α῎ρκτον θ᾿ ἣν καὶ Α῞μαξαν ἐπίκλησιν καλέονται. Leander apud Musaeum, Καί μιν ἐποπτεύων ουκ ὄψομαι… … Hofmann J. Lexicon universale
LECTUS Nuptialis — Graece Γαμήλιος, aliter Genialis, a generandis liberis appellatus est, annotante Serv. ad Aen. l. 6. v. 603. lucent genialibus altis Aurea fulcra toris. quem togâ in honorem Genii accuratissime sterni fuisse solitum, et Genios maritorum advocari … Hofmann J. Lexicon universale
μεθέπω — (Α) (μόνο ποιητ., ιδίως επικ.) 1. πηγαίνω πίσω από κάποιον, τόν ακολουθώ από κοντά, πλησιάζω («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.) 2. (με αιτ.) ακολουθώ κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», Ομ. Ιλ.) 3. συνεκδ. ζητώ, αναζητώ κάποιον… … Dictionary of Greek
ορμαίνω — ὁρμαίνω (Α) [ορμή] (ποιητ. τ.) 1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι 2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ 4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος… … Dictionary of Greek
τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή … Dictionary of Greek